H Onna-bugeisha (όνα-μπουγκέισα, 女武芸者) ήταν ένα είδος πολεμίστριας που ανήκε στην ιαπωνική τάξη των ευγενών. Πολλές γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στη μάχη, συνήθως στο πλάι των ανδρών σαμουράι: στη φεουδαρχική Ιαπωνία, αποτελούσαν μέλη της τάξης των μπούσι (σαμουράι) και εκπαιδεύονταν στη χρήση όπλων με σκοπό να προστατέψουν το σπίτι, την οικογένεια και την τιμή τους, σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων.
Πολύ πριν την ανάδειξη της φημισμένης τάξης των σαμουράι, οι Ιάπωνες πολεμιστές εξειδικεύονταν στη χρήση του σπαθιού και του δόρατος. Οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στη μάχη χρησιμοποιώντας τη ναγκινάτα, το κάικεν και την τέχνη του ταντοζούτσου. Η εκπαίδευση αυτή διασφάλιζε την προστασία των κοινοτήτων που δεν διέθεταν πολεμιστές. Μια τέτοια γυναίκα, η οποία έγινε αργότερα γνωστή ως Αυτοκράτειρα Ζίνγκου (περίπου 169-269 π.Χ.), αξιοποίησε τις ικανότητές της προκειμένου να εμπνεύσει οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Όπως αναφέρει ο θρύλος, αναγνωρίστηκε ως η όνα-μπουγκέισα που ηγήθηκε της εισβολής στην Κορέα, το 200 π.Χ., αφότου ο σύζυγός της, Αυτοκράτορας Τσουάι και 14ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, σφαγιάστηκε στη μάχη. Σύμφωνα με το θρύλο, ηγήθηκε, ως εκ θαύματος, της ιαπωνικής κατάκτησης της Κορέας, δίχως να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα. Παρά τις διαμάχες που υπάρχουν αναφορικά με την ύπαρξη και τα κατορθώματά της, αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα του τί εστί όνα-μπουγκέισα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο σύνολό του. Χρόνια μετά το θάνατό της, η Ζίνγκου κατόρθωσε να υπερβεί τις κοινωνικοοικονομικές δομές που είχαν διαποτίσει την Ιαπωνία: το 1881, η Αυτοκράτειρα Ζίνγκου έγινε η πρώτη γυναίκα που αποτυπώθηκε σε ιαπωνικό χαρτονόμισμα, καθώς με στόχο να δώσει τέλος στις παραχαράξεις, η εικόνα της τυπώθηκε σε ορθογώνιο χαρτί.
Κατά τη διάρκεια του πρώιμου σκέλους των περιόδων Χεϊάν και Καμάκουρα, οι γυναίκες που να αριστεύουν στο πεδίο της μάχης αποτελούσαν μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα. Το ιαπωνικό ιδεώδες της θηλυκότητας προδιέθετε τις περισσότερες γυναίκες προς μια θέση αδυναμίας, στοιχείο που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ρόλο μιας πολεμίστριας. Σημαντικές προσωπικότητες όπως η Τομόε Γκοζέν, η Νακάνο Τακέκο και η Χότζο Μασάκο αποτελούν διάσημα παραδείγματα μιας όνα-μπουγκέισα.
Η Τομόε Γκοζέν (巴 御前) (1157–1247) ήταν μια πολεμίστρια σαμουράι του ύστερου 12ου αι., που έγινε γνωστή για τη γενναιότητα και τη δύναμή της. Πολέμησε στο πλευρό του Μιναμότο νο Γιοσινάκα, στον πόλεμο του Γκενπέι.
Σύμφωνα με μια ιστορική αναφορά,
Η Τομόε ήταν ιδιαίτερα όμορφη, με πάλλευκη επιδερμίδα, μακριά μαλλιά και γοητευτικά χαρακτηριστικά. Ήταν επίσης εξαιρετικά καλή με το τόξο ενώ όταν χειριζόταν το σπαθί άξιζε όσο χίλιοι πολεμιστές, πάντα έτοιμη καθώς ήταν να αντιμετωπίσει δαίμονες ή θεούς, έφιππη ή πεζή. Χειριζόταν ατίθασα άλογα με εκπληκτική επιδεξιότητα και ίππευε αλώβητη ακόμη και στις πιο επικίνδυνες κατηφορικές πλαγιές. Όταν πλησίαζε η μάχη, ο Γιοσινάκα την έστελνε με την ιδιότητα του πρώτου λοχαγού του, εφοδιασμένη με δυνατή πανοπλία, ένα τεράστιο σπαθί και γερό τόξο. Κι εκείνη επιδείκνυε πάντοτε περισσότερη ανδρεία από οποιονδήποτε από τους άλλους πολεμιστές του.—«Η ιστορία του Χέικε»
Αφού κατατρόπωσαν την πατριά των Τάιρα και τους εξέτρεψαν προς τις δυτικές επαρχίες, ο Μιναμότο νο Γιοσινάκα (ο αφέντης της Τομόε) κατέλαβε το Κιότο και εκδήλωσε την επιθυμία να ηγηθεί της πατριάς των Μιναμότο. Όμως ο εξάδελφός του, Γιοριμότο, παρακινήθηκε να συντρίψει το Γιοσινάκα και έστειλε τους αδελφούς του, Γιοσιτσούνε και Νοριγιόρι, να τον σκοτώσουν. Ο Γιοσινάκα πολέμησε ενάντια στις δυνάμεις του Γιοριτόμο στη μάχη του Αουάζου, στις 21 Φεβρουαρίου 1184, όπου σύμφωνα με αναφορές, η Τομόε Γκοζέν αποκεφάλισε τουλάχιστον έναν εχθρό. Παρόλο που τα στρατεύματα του Γιοσινάκα πολέμησαν με γενναιότητα, αριθμητικά υστερούσαν και το ηθικό τους ήταν συντετριμμένο. Όταν ο Γιοσινάκα ηττήθηκε εκεί, με μόλις ελάχιστους από τους στρατιώτες του να παραμένουν όρθιοι, είπε στην Τομόε Γκοζέν να φύγει επειδή ήθελε να πεθάνει στο πλευρό του ετεροθαλή αδελφού του Ιμάι νο Σίρο Κανεχίρα, καθώς θα ήταν ατιμωτικό για εκείνον να πεθαίνει δίπλα σε μια γυναίκα. Υπάρχουν διάφορες αναφορές για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Στη μάχη του Αουάζου, το 1184, είναι γνωστό ότι αποκεφάλισε τον Χόντα νο Μοροσίγκε της πατριάς των Μουσάσι. Επίσης είναι γνωστό ότι σκότωσε τον Ουτσίντα Ιεγόσι καθώς και ότι αιχμαλωτίστηκε από τον Χατακεγιάμα Σιγκετάντα, αλλά διέφυγε.
Η Νακάνο Τακέκο (中野 竹子, 1847 – 1868) ήταν Γιαπωνέζα πολεμίστρια της περιοχής Αϊζού, η οποία έζησε και πολέμησε κατά την περίοδο του πολέμου Μποσίν. Η Τακέκο γεννήθηκε στο Έντο και ήταν κόρη του Νακάνο Χεϊνάι, αξιωματούχου του Αϊζού. Έλαβε εκτεταμένη εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες και τη λογοτεχνία και υιοθετήθηκε από το δάσκαλό της, Ακαόκα Νταϊσούκε. Κατά τη δεκαετία του 1860, εργάστηκε ως εκπαιδεύτρια πολεμικών τεχνών μαζί με το θετό πατέρα της και το 1868 μπήκε για πρώτη φορά στο Αϊζού. Κατά τη Μάχη του Αϊζού πολέμησε χρησιμοποιώντας ναγκινάτα (ιαπωνική λόγχη με μακριά ξύλινη λαβή) και ηγήθηκε του ad hoc σώματος από πολεμίστριες που συμμετείχαν στη μάχη ανεξάρτητα, καθώς οι ανώτεροι επίτροποι του Αϊζού δεν τους επέτρεψαν να πολεμήσουν επισήμως ως μέρος του στρατεύματος της περιοχής. Εκ των υστέρων, η μονάδα εκείνη ονομάστηκε «Στρατός των γυναικών» (娘子隊 Jōshitai).
Ενώ βρισκόταν επικεφαλής μιας επίθεσης εναντίον του ιαπωνικού αυτοκρατορικού στρατού της περιοχής Οογκάκι, τραυματίστηκε θανάσιμα στο θώρακα. Προκειμένου να μην επιτρέψει στους εχθρούς να αποκτήσουν το κεφάλι της ως τρόπαιο, ζήτησε από την αδελφή της, Γιούκο, να της κόψει το κεφάλι και να το θάψει. Όντως, το κεφάλι της μεταφέρθηκε στο ναό Χοκάι (στη σύγχρονη Αϊζουμπάνγκε, στη Φουκουσίμα) και ετάφη κάτω από ένα πεύκο.
Προς τιμήν της ανεγέρθηκε μνημείο δίπλα στον τάφο της, στο ναό Χοκάι, στην κατασκευή του οποίου συνέβαλλε και ο Ναύαρχος του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, Ντέουα Σιγκέτο, ο οποίος κατάγεται από το Αϊζού. Κατά τη διάρκεια του ετήσιου φθινοπωρινού φεστιβάλ του Αϊζού, μια ομάδα νεαρών κοριτσιών που φορούν χάκαμα και λευκές υφασμάτινες ταινίες στο κεφάλι, συμμετέχουν στην πομπή, τιμώντας την Τακέκο και τις πολεμίστριες του Τζόσιγκουν.
Η Χότζο Μασάκο (北条 政子, 1156 – 16 Αυγούστου 1225) ήταν άλλη μία όνα-μπουγκέισα και η μεγαλύτερη κόρη του Χότζο Τοκιμάσα (του πρώτου σικέν ή αντιβασιλέα του σογκουνάτου Καμακούρα), και της συζύγου του Χότζο νο Μάκι, αδελφή του Χότζο Γιοσιτόκι, σύζυγος του Μιναμότο νο Γιοριτόμο, του πρώτου σογκούν της περιόδου Καμακούρα και μητέρα των Ο-Χίμε, Μιναμότο νο Γιορίτζε και Μιναμότο νο Σανετόμο, του δεύτερου και του τρίτου σογκούν.
Όταν γεννήθηκε η Χότζο Μασάκο, το 1156, οι γονείς της ήταν ακόμη έφηβοι και έτσι μεγάλωσε από κυρίες επί των τιμών και γκουβερνάντες, σε έναν κόσμο που σπαρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις. Στο Κιότο, την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, βρισκόταν στο απόγειό της η Εξέγερση Χοόγκεν με τον Αυτοκράτορα-μοναχό Τόμπα και τον Αυτοκράτορα Σουτόκου να αντιμάχονται σχετικά με το ποιος θα γίνει ο επόμενος Αυτοκράτορας. Η οικογένεια Χότζο κινούμενη με σύνεση, απείχε από την εξέγερση, παρόλο που η γενιά της Μασάκο καταγόταν από την πατριά των Τάιρα και επομένως είχε συγγενικούς δεσμούς με την αυτοκρατορική οικογένεια. Η Μασάκο εκπαιδεύτηκε στην ιππασία, το κυνήγι και το ψάρεμα και έτρωγε μαζί με τους άντρες και όχι με τη μητέρα, την αδελφή της και τις υπόλοιπες γυναίκες του οίκου. Το 1192, ο σύζυγος της Μασάκο, Γιοριτόμο, αναγορεύτηκε Σογκούν από τον Αυτοκράτορα-μοναχό Γκο-Σιρακάουα, ο οποίος πέθανε αργότερα εκείνη τη χρονιά. Τότε, εκείνος αναδείχθηκε στον πιο ισχυρό άνθρωπο στην Ιαπωνία, ιδιότητα που μεταβιβάστηκε επίσης και στη Μασάκο, ενώ και η πατριά των Χότζο επωφελήθηκε από την ισχύ αυτή. Εκείνη τη χρονιά, η Μασάκο και ο Γιοριτόμο απέκτησαν έναν ακόμη γιο, τον Μιναμότο νο Σανετόμο. Η Χότζο Μασάκο πέθανε το 1225, σε ηλικία 69 ετών. Λόγω της πραγματικά από μοναστηρίου ηγετικής επιρροής της, έγινε γνωστή ως «άμα-σογκούν» ή «σογκούν-μοναχή».
Leave A Comment